KnigaRead.com/
KnigaRead.com » Научные и научно-популярные книги » Иностранные языки » Ю. Чорногор - Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения

Ю. Чорногор - Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения

На нашем сайте KnigaRead.com Вы можете абсолютно бесплатно читать книгу онлайн Ю. Чорногор, "Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения" бесплатно, без регистрации.
Перейти на страницу:

Ο Τοτός παίζει για ώρα στον κήπο, και η μητέρα του επιτέλους του φωνάζει:

– Άντε πιά μαζέψου σπίτι! Τι κάνεις τόση ώρα;

Ο μικρός απαντά:

– Άσε με μαμά, παίζω με τον παππού!

Κι η μητέρα του μονολογεί:

– Α το παλιόπαιδο, πάλι ξέθαψε τον παππού!

* * *

Ο Τοτός στο φίλο του πατέρα του (Тотос другу своего отца; ο φίλος; ο πατέρας):

– Είναι αλήθεια αυτά που λέει ο μπαμπάς μου για σας (это правда то, что говорит папа мой про вас);

– Τι λέει, δηλαδή παιδί μου (что именно он говорит, детка);

– Να, ότι δημιουργηθήκατε μόνος σας (ну что вы сделали себя сам; δημιουγούμαι – творить, создавать).

– Ναι, αλήθεια είναι (да, это правда).

– Μα τότε γιατί δεν φροντίσατε να γίνετε πιο ψηλός και πιο όμορφος (а тогда почему вы не позаботились стать более высоким и более красивым; φροντίζω);

Ο Τοτός στο φίλο του πατέρα του:

– Είναι αλήθεια αυτά που λέει ο μπαμπάς μου για σας;

– Τι λέει, δηλαδή παιδί μου;

– Να, ότι δημιουργηθήκατε μόνος σας.

– Ναι, αλήθεια είναι.

– Μα τότε γιατί δεν φροντίσατε να γίνετε πιο ψηλός και πιο όμορφος;

* * *

Ένας ληστής, αφού διέρρηξε ένα σπίτι, πιάνει όμηρους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι (один бандит, взломав дом, берет в заложники пожилую пару; αφού – когда, как только; διαρρηγνύω; ο όμηρος). Θέλοντας να σκοτώσει ένα απο τους δύο, προσπαθεί να αποφασίσει (желая убить одного из двоих, пытается решить; θέλω; σκοτώνω; αποφασίζω). Ρωτάει τη γυναίκα (спрашивает жену; η γυναίκα – женщина; жена):

– «Πως σε λένε εσένα (как тебя зовут)

– «Κλημεντίνη (Климентина)

– «Α! έτσι λένε τη μάνα μου (а, так зовут мою маму), δεν θα σε πειράξω εσένα (не трону тебя; πειράζω – трогать, касаться; вредить, приносить вред)

Στη συνέχεια ρωτάει τον άνδρα (затем спрашивает мужа; ο άντρας – мужчина; муж, супруг):

– «Πως σε λένε εσένα;»

– «Παναγιώτη, αλλά με φωνάζουν και Κλημεντίνη (Панайотис, но меня зовут и Климентиной; φωνάζω – кричать; звать, вызывать)

Ένας ληστής, αφού διέρρηξε ένα σπίτι, πιάνει όμηρους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Θέλοντας να σκοτώσει ένα απο τους δύο, προσπαθεί να αποφασίσει. Ρωτάει τη γυναίκα:

– «Πως σε λένε εσένα;»

– «Κλημεντίνη.»

– «Α! έτσι λένε τη μάνα μου, δεν θα σε πειράξω εσένα.»

Στη συνέχεια ρωτάει τον άνδρα:

– «Πως σε λένε εσένα;»

– «Παναγιώτη, αλλά με φωνάζουν και Κλημεντίνη.»

* * *

Έχω παντρευτεί δυο φορές, λέει κάποιος (я женился два раза, говорит некто; παντρεύομαι), αλλά δυστυχώς στάθηκα άτυχος (но, к сожалению, остался несчастным = мне не повезло; στέκομαι – стоять; оставаться, оказываться; η τύχη – судьба; удача, счастье; τυχερός – счастливый; δυσ-, α– – приставки со знач. отрицания).

– Τι κρίμα (как жаль). Γιατί (почему);

– Η πρώτη μου γυναίκα με παράτησε (первая моя жена меня бросила; παρατώ).

– Και η δεύτερη (а вторая);

– Η δεύτερη έμεινε (вторая осталась; μένω – жить, пребывать; оставаться)…

Έχω παντρευτεί δυο φορές, λέει κάποιος, αλλά δυστυχώς στάθηκα άτυχος.

– Τι κρίμα. Γιατί;

– Η πρώτη μου γυναίκα με παράτησε.

– Και η δεύτερη;

– Η δεύτερη έμεινε…

* * *

Μόλις μερικές μέρες αφότου άνοιξαν τα σχολεία (спустя: «едва /прошло/» несколько дней, как открылась школа; ανοίγω; το σχολείο), η δασκάλα του μικρού τηλεφωνεί στη μητέρα του (учительница ребенка звонит его матери; το μικρός – ребенок; μικρός – маленький):

– Είναι πολύ άτακτος (он очень непослушный; άτακτος – беспорядочный; недисциплинированный)! της λέει (ей говорит; λέω), δεν ξέρω τι να τον κάνω μέσα στην τάξη (не знаю, что с ним делать в классе; η τάξη – порядок; класс)!

Κι η μητέρα (а мать):

Α, για να σας πω (/знаете, что/ я вам скажу; λέω)! Εγώ που τον είχα σχεδόν τρεις μήνες συνέχεια στις διακοπές (я, когда была с ним почти три месяца постоянно на каникулах; έχω – иметь; ο μήνας), σας πήρα να σας κάνω παράπονα (вам /разве/ звонила, чтобы нажаловаться?; παίρνω – брать; звонить кому-л. по телефону; το παράπονο – жалоба);

Μόλις μερικές μέρες αφότου άνοιξαν τα σχολεία, η δασκάλα του μικρού τηλεφωνεί στη μητέρα του:

– Είναι πολύ άτακτος! της λέει, δεν ξέρω τι να τον κάνω μέσα στην τάξη!

Κι η μητέρα:

Α, για να σας πω! Εγώ που τον είχα σχεδόν τρεις μήνες συνέχεια στις διακοπές, σας πήρα να σας κάνω παράπονα;

* * *

– Ρωτάει ο δάσκαλος: Το φεγγάρι είναι πιο μακριά ή η Κίνα (спрашивает учитель, луна дальше или Китай?);

– Η Κίνα, απαντά ο Σβίγκος (Китай, – отвечает Звигос). Γιατί το φεγγάρι το βλέπουμε, ενώ την Κίνα δεν τη βλέπουμε καθόλου (Потому что луну мы видим, а Китая не видно совсем; βλέπω)!

– Ρωτάει ο δάσκαλος, το φεγγάρι είναι πιο μακριά ή η Κίνα;

– Η Κίνα, απαντά ο Σβίγκος. Γιατί το φεγγάρι το βλέπουμε, ενώ την Κίνα δεν τη βλέπουμε καθόλου!

* * *

Ένας λεφτάς πάει σε μια αυτοκινητοβιομηχανία (один богач идет на автомобильное предприятие; ο λεφτάς – богач /от сущ. τα λεφτά – деньги/; η αυτοκινητοβιομηχανία; το αυτοκίνητο – автомобиль; η βιομηχανία – промышленность) που πουλούσε μόνο Πόρσε (которое продавало только порше; πουλάω). Πάει και ρωτάει τον πωλητή (идет и спрашивает продавца; ο πωλητής):

– «Γεια σας, θέλω να αγοράσω μια Πόρσε καλή (здравствуйте, хочу купить хороший порше; αγοράζω)»

Τότε ο καταστηματάρχης του δείχνει μια τέλεια Πόρσε (тогда владелец предприятия показывает ему безупречный порше; το κατάστημα – магазин; предприятие; δείχνω).

– «Πόσο κοστίζει;» ρωτάει αυτός (сколько стоит, спрашивает тот).

– «Κοστίζει 200.000€.»

– «Μα εγώ έχω μόνο 199.999€ (но у меня только: «но я имею только»)

– Συγνώμη κύριε αλλά πρέπει να μας δώσετε όλα τα λεφτά (извините, господин, но вы должны нам заплатить полную сумму: «все деньги»; δίνω – давать; платить) άμα θέλετε το αυτοκίνητο (если желаете /приобрести/ автомобить; άμα – как только, когда; если).

– «Καλά», λέει και βγαίνει στον δρόμο (хорошо, говорит и выходит на улицу; ο δρόμος – дорога, путь; улица). Βρίσκει έναν περαστικό πόντιο τον Γιωρίκα και τον ρωτάει (находит = встречает там проходившего мимо понтийца Йорикаса и спрашивает его):

– «Έχετε 1€ να πάρω μια Πόρσε (у вас есть 1€, чтобы я купил: «взял» порше; παίρνω);» Και ο Γιωρίκας του απαντά (а Йорикас ему отвечает):

– «Ορίστε πάρε 2€ και πάρε μου και εμένα μια (вот, держи 2€ и возьми и мне один; παίρνω)!

Ένας λεφτάς πάει σε μια αυτοκινητοβιομηχανία που πουλούσε μόνο Πόρσε. Πάει και ρωτάει τον πωλητή:

– «Γεια σας θέλω να αγοράσω μια Πόρσε καλή»

Τότε ο καταστηματάρχης του δείχνει μια τέλεια Πόρσε.

– «Πόσο κοστίζει;» ρωτάει αυτός.

– «Κοστίζει 200.000€.»

– «Μα εγώ έχω μόνο 199.999€.»

Συγνώμη κύριε αλλά πρέπει να μας δώσετε όλα τα λεφτά άμα θέλετε το αυτοκίνητο.

– «Καλά», λέει και βγαίνει στον δρόμο. Βρίσκει έναν περαστικό πόντιο τον Γιωρίκα και τον ρωτάει:

– «Έχετε 1€ να πάρω μια Πόρσε;» Και ο Γιωρίκας του απαντά:

– «Ορίστε πάρε 2€ και πάρε μου και εμένα μια!

* * *

Στον Κατακλυσμό, ο Νώε, έχει συγκεντρώσει ένα ζευγάρι από όλα τα είδη των ζώων (во /время/ Всемирного потопа Ной собрал по паре от всех видов животных; ο κατακλυσμός – потоп, наводнение; συγκεντρώνω; το είδος; το ζώο).

Ανάμεσά τους, είναι κι ένα βατραχάκι (среди них есть = был и лягушонок; ο βάτραχος – лягушка; -άκι – уменьш. суффикс) που τον έχει ζαλίσει στις ερωτήσεις (которая замучила его вопросами; ζαλίζω – вызывать головокружение; утомлять, докучать; η ερώτηση).

Μια μέρα, έρχεται το βατραχάκι και ρωτάει το Nώε (однажды приходит лягушоноки спрашивает Ноя):

– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα (Но-о-о-ой, что будем е-е-е-есть сего-о-одня; τρώω);

– Πατάτες! του απαντάει ο Νώε (картошку, ей отвечает Ной).

Την επόμενη μέρα (на следующий день)…

– Νώωωε, τι φάααμε σήμεραααα (Ной, что будем есть сегодня);

– Πατάτες! του απαντάει πάλι ο Νώε (картошку, ей отвечает опять Ной).

Перейти на страницу:
Прокомментировать
Подтвердите что вы не робот:*