Ю. Чорногор - Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения
– Καλά θα κάνεις να βάλεις μια εφημερίδα στην καρέκλα (хорошо бы ты положил: «хорошо сделаешь, /если/ положишь» газетку на стул; βάζω), του λέει η μητέρα του (говорит ему его мать).
– Μπα, φτάνω και έτσι (да ну, я и так достану; φτάνω – приходить, прибывать; быть достаточным, хватать; дотягиваться, доставать до чего-либо).
Ο Κωστάκης ανεβαίνει πάνω σε μια καρέκλα για να κουρδίσει το ρολόι του τοίχου.
– Καλά θα κάνεις να βάλεις μια εφημερίδα στην καρέκλα, του λέει η μητέρα του.
– Μπα, φτάνω και έτσι.
* * *Η μικρή Ελένη λέει στην μητέρα της (маленькая Элени говорит своей матери):
– Ο Βασίλης μου ζήτησε να βγούμε έξω (Василис меня пригласил: «попросил» пойти погулять; ζητάω – искать; спрашивать, просить; βγαίνω έξω – выходить на улицу). Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν χαρτοπαίζει (не пьет, не курит, не играет в карты; πίνω; καπνίζω; παίζω – играть; το χαρτί – бумага; карта /игральная/) και μου υποσχέθηκε ότι δεν θα με φιλήσει στο πρώτο μας ραντεβού (и мне пообещал, что не будет меня целовать на нашем первом свидании; υπόσχομαι; φιλώ)…
Και η μάνα (а мама):
– Να αρνηθείς αμέσως (откажись немедленно; αρνούμαι – отвергать; отказываться)! Με τέτοιο ψεύτη αποκλείεται να είσαι ασφαλής (такому лжецу доверять нельзя: «с таким лжецом исключено, что ты будешь в безопасности»; ο ψεύτης; αποκλείνω – блокировать; исключать, не допускать; αποκλείεται – исключено, невозможно; ασφαλής – безопасный; надежный)!
Η μικρή Ελένη λέει στην μητέρα της:
– Ο Βασίλης μου ζήτησε να βγούμε έξω. Δεν πίνει, δεν καπνίζει, δεν χαρτοπαίζει και μου υποσχέθηκε ότι δεν θα με φιλήσει στο πρώτο μας ραντεβού…
Και η μάνα:
– Να αρνηθείς αμέσως! Με τέτοιο ψεύτη αποκλείεται να είσαι ασφαλής!
* * *Ένας γιατρός φτάνει στον παράδεισο (один врач попадает в рай; φτάνω; ο παράδεισος).
– Από την πίσω πόρτα, διατάσσει ο Aγιος Πέτρος (через заднюю дверь, командует святой Петр; διατάσσω = διατάζω).
Δεν βλέπετε που γράφει «είσοδος των προμηθευτών» (не видите, где написано «вход для снабженцев/поставщиков»; ο προμηθευτής);
Ένας γιατρός φτάνει στον παράδεισο.
– Από την πίσω πόρτα, διατάσσει ο Aγιος Πέτρος.
Δεν βλέπετε που γράφει «είσοδος των προμηθευτών»;
* * *Ένας σπουδαστής τηλεγραφεί στον αδερφό του (один учащийся = студент пишет телеграмму своему брату; τηλεγραφώ; ο αδερφός): Απέτυχα και για δεύτερη φορά στις εξετάσεις (провалился второй раз на экзаменах; αποτυχαίνω). Προετοίμασε τον μπαμπά (подготовь отца; ο μπαμπάς; προετοιμάζω).
Την άλλη μέρα ο αδερφός του του απαντά (на другой день его брат ему отвечает): Ο μπαμπάς είναι έτοιμος (отец готов). Ετοιμάσου κι εσύ (готовься и ты; ετοιμάζομαι).
Ένας σπουδαστής τηλεγραφεί στον αδερφό του: Απέτυχα και για δεύτερη φορά στις εξετάσεις. Προετοίμασε τον μπαμπά.
Την άλλη μέρα ο αδερφός του του απαντά: Ο μπαμπάς είναι έτοιμος. Ετοιμάσου κι εσύ.
* * *– Γιατρέ, λέει ο ασθενής, η διάγνωση των άλλων γιατρών είναι διαφορετική από τη δική σας (доктор, говорит больной, диагноз других врачей отличается от вашего; ο γιατρός).
– Το ξέρω, απαντά γελώντας ο γιατρός (знаю, отвечает, смеясь, врач; γελάω), η νεκροψία όμως θα αποδείξει (вскрытие, однако, докажет; αποδείχνω) ότι η δική μου διάγνωση είναι η σωστή (что мой диагноз верный)!
– Γιατρέ, λέει ο ασθενής, η διάγνωση των άλλων γιατρών είναι διαφορετική από τη δική σας.
– Το ξέρω, απαντά γελώντας ο γιατρός, η νεκροψία όμως θα αποδείξει ότι η δική μου διάγνωση είναι η σωστή!
* * *Πελάτισσα (покупательница): Μπορεί αυτό το γούνινο παλτό να φορεθεί στη βροχή χωρίς να χαλάσει (можно это меховое пальто носить в дождь, чтобы не испортить; φοράω; φοριέμαι);
Γουναράς (продавец шуб; η γούνα – мех; шуба): Μα, κυρία μου, είδατε ποτέ κανένα ζώο να κρατάει ομπρέλα (а, сударыня моя, вы когда-нибудь видели животное с зонтиком: «держащее зонтик»; βλέπω; το ζώο; κρατάω);
Πελάτισσα: Μπορεί αυτό το γούνινο παλτό να φορεθεί στη βροχή χωρίς να χαλάσει;
Γουναράς: Μα, κυρία μου, είδατε ποτέ κανένα ζώο να κρατάει ομπρέλα;
* * *– Πελάτης (клиент): Έλα εδώ γκαρσόν (иди сюда, официант)! Υπάρχει ένα αποτσίγαρο στην σούπα μου (тут: «имеется» окурок в моем супе; το αποτσίγαρο; η σούπα)!
– Γκαρσόν (официант): Ω συγνώμη (о, извините)! Πάω να φέρω αμέσως ένα τασάκι (пойду, принесу сейчас же пепельницу; πηγαίνω; φέρνω; το τασάκι)!
– Πελάτης: Έλα εδώ γκαρσόν! Υπάρχει ένα αποτσίγαρο στην σούπα μου!
– Γκαρσόν: Ω συγνώμη! Πάω να φέρω αμέσως ένα τασάκι!
* * *Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας ήταν πυροσβέστες (Йорикас и Костикас были пожарными; ο πυροσβέστης).
Έπιασε φωτιά ένα σχολείο (загорелась: «взяла огонь» школа; πιάνω – брать, хватать; η φωτιά – пламя, огонь; пожар) και τρέχουν για να σώσουν τα παιδιά (и /они/ бегут, чтобы спасти детей; τρέχω; σώζω). Το σχολείο ήταν πολυεθνικό, είχε κινεζάκια, μαυράκια κλπ. (школа была многонациональной, имелись = там учились китайцы, негры и т. д.; είμαι; έχω; εθνικός – национальный, народный /ср. этнический/; μαύρος – черный).
Ανεβαίνει ο Γιωρίκας πάνω στην αίθουσα που ήταν τα παιδάκια (поднимается Йорикас наверх в зал, где были дети; το παιδί – ребенок; -άκι – уменьшит. суффикс) και ο Κωστίκας από κάτω κρατάει το «σεντόνι» (а Костикас внизу держит простыню) για να πέφτουν τα παιδιά ένα-ένα (чтобы дети падали по одному; πέφτω).
Αρχικά ρίχνει ο Γιωρίκας ένα μαυράκι (сначала бросает Йорикас негритенка), το βλέπει ο Κωστίκας, τραβάει το σεντόνι, σκοτώνεται το παιδάκι (его видит Костикас, тянет = убирает простыню, убивается ребенок). Μετά ξαναρίχνει ο Γιωρίκας ενα μαυράκι (потом снова бросает Йорикас негритенка; ξανα– – /прист./ снова, опять), το βλέπει ο Κωστίκας, τραβάει το σεντόνι, σκοτώνεται κ'αυτό το παιδάκι (видит его Костикас, оттаскивает простыню, убивается и этот ребенок).
Ρίχνει άλλα 3-4 μαυράκια και γίνεται το ίδιο (бросает еще 3–4 негритят и случается то же самое) οπότε λέει ο Κωστίκας (и тогда говорит Костикас) «Ρε Γιωρίκα, ρίχνε τα καλά ρε, όχι τα καμένα (слышь, Йорикас, бросай нормальных: «хороших», а не горелых; καμένος – горелый, жженый; καίω – жечь, сжигать; гореть)…»
Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας ήταν πυροσβέστες.
Έπιασε φωτιά ένα σχολείο και τρέχουν για να σώσουν τα παιδιά. Το σχολείο ήταν πολύ εθνικό, είχε κινεζάκια, μαυράκια κλπ.
Ανεβαίνει ο Γιωρίκας πάνω στην αίθουσα που ήταν τα παιδάκια και ο Κωστίκας από κάτω κρατάει το «σεντόνι» για να πέφτουν τα παιδιά ένα-ένα.
Αρχικά ρίχνει ο Γιωρίκας ένα μαυράκι, το βλέπει ο Κωστίκας τραβάει το σεντόνι, σκοτώνεται το παιδάκι. Μετά ξαναρίχνει ο Γιωρίκας ενα μαυράκι, το βλέπει ο Κωστίκας τραβάει το σεντόνι, σκοτώνεται κ'αυτό το παιδάκι.
Ρίχνει άλλα 3-4 μαυράκια και γίνεται το ίδιο οπότε λέει ο Κωστίκας «Ρε Γιωρίκα, ρίχνε τα καλά ρε, όχι τα καμένα…»
* * *Κλείνουν φυλακή ένα Γερμανό, ένα Γάλλο και ένα Πόντιο ισόβια (сажают: «закрывают» в тюрьму немца, француза и понтийца пожизненно; κλείνω; η φυλακή).
Αποφασίζουν να τους χώσουν σε ένα μπουντρούμι (решают заточить: «упрятать» их в темницу; χώνω – забивать, вбивать; засовывать, прятать) και να μην έχουν επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο για όλη τους τη ζωή (и чтобы у них не было: «чтобы они не имели» связи с остальным миром всю свою жизнь; ο κόσμος).
Τους επιτρέπουν όμως να πάρουν από ένα αντικείμενο, (им разрешают, однако, взять один предмет; επιτρέπω; παίρνω) δικιάς τους επιλογής (по собственному выбору; η επιλογή).
Διαλέγει λοιπόν ο Γερμανός ένα σκάκι (итак, выбирает немец шахматы; διαλέγω; το σκάκι). «Μ΄αυτό θα περνάω τον καιρό μου (с ними буду проводить время; ο καιρός) είναι παιχνίδι που δεν το βαριέσαι ποτέ (это игра, которая никогда не надоест; βαριέμαι).»
Ο Γάλλος διαλέγει μια τράπουλα (француз выбирает колоду карт).
«Μ΄αυτή μπορείς να παίξεις όχι ένα αλλά πολλά διαφορετικά παιχνίδια (с ней можешь играть не в одну, а во множество различных игр; παίζω; το παιχνίδι) και εγώ τα ξέρω όλα (и я их знаю все). Σίγουρα θα είμαι απασχολημένος για πολλά χρόνια (конечно, я буду занят на многие годы).»