KnigaRead.com/
KnigaRead.com » Научные и научно-популярные книги » Иностранные языки » Ю. Чорногор - Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения

Ю. Чорногор - Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения

На нашем сайте KnigaRead.com Вы можете абсолютно бесплатно читать книгу онлайн Ю. Чорногор, "Греческий шутя. 100 анекдотов для начального чтения" бесплатно, без регистрации.
Перейти на страницу:

Πάει κάποιος σε μια ταβέρνα και του λέει ο σερβιτόρος…

– Έχω γλώσσα μοσχαρίσια, μοσχαροκεφαλή, συκώτι αρνίσιο, ποδαράκια χοιρινά…

– Δεν ήρθα για ν' ακούσω τα προβλήματά σου! Φέρε μου τον κατάλογο να παραγγείλω!

* * *

Ο Πόντιος πηγαίνει στο αυτόματο μηχάνημα καφέ (понтиец идет к автомату с кофе), ρίχνει το κέρμα του και πέφτει το φραπεδάκι του (бросает свою монету, и падает его фрапе; το φραπέ – вид холодного кофе; -άκι – уменьшит. суффикс). Αμέσως ρίχνει κι άλλο κέρμα και παίρνει κι άλλο καφέ (тут же кидает другую монету, и берет еще один кофе). Συνεχίζει με τρίτο και τέταρτο (продолжает с третьим и четвертым). Κάποια στιγμή ένας περαστικός (в один момент = спустя какое-то время один прохожий), που περίμενε να πάρει κι αυτός καφέ (который ждал, чтобы взять себе кофе; παίρνω), τον ρωτάει (спрашивает его):

– «Μέχρι πότε θα παίρνεις καφέδες (до каких пор ты будешь брать кофе);».

Και ο Πόντιος απαντά (а понтиец отвечает):

– «Μέχρι να πάψω να κερδίζω (пока не перестану выигрывать; παύω)

Ο Πόντιος πηγαίνει στο αυτόματο μηχάνημα καφέ, ρίχνει το κέρμα του και πέφτει το φραπεδάκι του. Αμέσως ρίχνει κι άλλο κέρμα και παίρνει κι άλλο καφέ. Συνεχίζει με τρίτο και τέταρτο. Κάποια στιγμή ένας περαστικός, που περίμενε να πάρει κι αυτός καφέ, τον ρωτάει:

– «Μέχρι πότε θα παίρνεις καφέδες;».

Και ο Πόντιος απαντά:

– «Μέχρι να πάψω να κερδίζω!»

* * *

Ήταν ένας Ιταλός ένας Γερμανός και ένας Πόντιος (были итальянец, немец и понтиец). Τους πιάνουν οι ζουλού (их схватили зулусы) και τους λένε ότι αν καταφέρουν να περάσουν την έρημο απέναντι (и говорят им, что если они смогут пройти пустыню, /что/ впереди; καταφέρνω; περνάω; η έρημος) θα τους αφήσουν να ζήσουν (их оставят в живых: «чтобы жили»; αφήνω – пускать, пропускать; разрешать /делать что-л./; ζω), αν όχι τότε θα τους κόψουν το κεφάλι (если нет, тогда им отрежут голову; κόβω)! Πάει πρώτος ο Ιταλός, παίρνει δύο ψυγειάκια στους ώμους γεμάτα με νερά και ξεκινάει (идет первым итальянец, берет на плечи два холодильника, полные /бутылок/ воды, и отправляется /в путь/; το ψυγείο – холодильник; -άκι – уменьшит. суффикс; ο ώμος – плечо). Φτάνοντας όμως στα μισά της διαδρομής κλατάρει (пройдя: «достигнув», однако, половину расстояния, выбивается из сил; η διαδρομή) και του κόβουν το κεφάλι (и ему отрезают голову). Πάει ο Γερμανός κουβαλώντας κι αυτός δύο ψυγειάκια γεμάτα όμως μπύρες και ξεκινάει (идет немец, тащит и он два холодильника, полные, однако, пива, и отправляется /в путь/; κουβαλάω) περνάει λίγο τον Ιταλό και αμέσως κλατάρει (едва проходит мимо итальянца и сразу же выбивается из сил) και του κόβουν το κεφάλι. Πάει τελευταίος και ο Πόντιος (идет последним понтиец) και παίρνει μια πόρτα αυτοκινήτου και ξεκινάει να φύγει (берет дверь автомобиля и пускается в путь: «отправляется, чтобы уходить»; φεύγω), τον σταματάνε όμως οι ζουλού και του λένε (его останавливают, однако, зулусы и говорят ему):

– «Που πας ρε φίλε με την πόρτα (ты куда пошел, друг, с дверью);» και πετάγεται κι ο Πόντιος και τους λέει (перебивает их понтиец и говорит им):

– «’μα ανοίξω το παράθυρο ξέρεις τι δροσιά κάνει (как открою окно, знаешь, как прохладно; ανοίγω; η δροσιά – роса; свежесть; κάνει δροσιά – свежо, прохладно)

Ήταν ένας Ιταλός ένας Γερμανός και ένας Πόντιος. Τους πιάνουν οι ζουλού και τους λένε ότι αν καταφέρουν να περάσουν την έρημο απέναντι θα τους αφήσουν να ζήσουν αν όχι τότε θα τους κόψουν το κεφάλι! Πάει πρώτος ο Ιταλός παίρνει δύο ψυγειάκια στους ώμους γεμάτα με νερά και ξεκινάει φτάνοντας όμως στα μισά της διαδρομής κλατάρει και του κόβουν το κεφάλι. Πάει ο Γερμανός κουβαλώντας κι αυτός δύο ψυγειάκια γεμάτα όμως μπύρες και ξεκινάει περνάει λίγο τον Ιταλό και αμέσως κλατάρει και του κόβουν το κεφάλι. Πάει τελευταίος και ο Πόντιος και παίρνει μια πόρτα αυτοκινήτου και ξεκινάει να φύγει, τον σταματάνε όμως οι ζουλού και του λένε:

– «Που πας ρε φίλε με την πόρτα;» και πετάγεται κι ο Πόντιος και τους λέει:

– «’μα ανοίξω το παράθυρο ξέρεις τι δροσιά κάνει;»

* * *

Μια μέρα, η οικογένεια του Τοτού, αποφάσισε να επισκεφθεί μια φιλική τους οικογένεια (однажды: «один день» семья Тотоса решила навестить семью друзей: «дружественную им семью»; αποφασίζω; επισκέπτομαι). Ο γιός τους όμως, είχε μια ιδιαιτερότητα (сын их, однако, имел одну особенность; έχω). Δεν είχε αυτιά (он не имел ушей). Οπότε, οι γονείς του Τοτού, τον συμβούλεψαν (и тогда родители Тотоса дали ему совет = наставление; συμβουλεύω) να μην κάνει καμία ερώτηση για τα αφτιά του παιδιού (чтобы он не задавал никаких вопросов насчет ушей ребенка; το αφτί; το παιδί) και τους φέρει σε δύσκολη θέση (и не ставил их в неловкое: «трудное» положение; φέρνω; η θέση – место; состояние, положение). Καθώς ο Τοτός συζητούσε με τον πατέρα του παιδιού λέει (/и вот,/ когда Тотос разговаривал с отцом ребенка, говорит; συζητάω; το παιδί):

– «Ο γιος σας βλέπει καλά (сын ваш видит хорошо)

– «Ναι, πολύ καλά (да, очень хорошо)

– «Σε 20 χρόνια; Θα βλέπει καλά (/а/ через 20 лет будет видеть хорошо)

– «Πιστεύω πως θα βλέπει καλά (думаю, что будет видеть хорошо; πιστεύω – верить; думать, полагать)

– «Σε 40 χρόνια; Θα βλέπει (а через 40 лет будет видеть)

– «Ε, σε 40 χρόνια, μάλλον θα χρειαστεί γυαλιά (э, через 40 лет, пожалуй, ему будут нужны очки; χρειάζομαι)

– «Και που θα τα στηρίζει (а куда /он/ будет их цеплять; στηρίζω – поддерживать, опирать)

Μια μέρα, η οικογένεια του Τοτού, αποφάσισε να επισκεφθεί μια φιλική τους οικογένεια. Ο γιός τους όμως, είχε μια ιδιαιτερότητα. Δεν είχε αυτιά. Οπότε, οι γονείς του Τοτού, τον συμβούλεψαν να μην κάνει καμία ερώτηση για τα αφτιά του παιδιού και τους φέρει σε δύσκολη θέση. Καθώς ο Τοτός συζητούσε με τον πατέρα του παιδιού λέει:

– «Ο γιος σας βλέπει καλά;»

– «Ναι, πολύ καλά.»

– «Σε 20 χρόνια; Θα βλέπει καλά;»

– «Πιστεύω πως θα βλέπει καλά.»

– «Σε 40 χρόνια; Θα βλέπει;»

– «Ε, σε 40 χρόνια, μάλλον θα χρειαστεί γυαλιά.»

– «Και που θα τα στηρίζει;»

* * *

Δυο ψεύτες κάνουν διαγωνισμό (двое обманщиков соревнуются; ο διαγωνισμός) στο ποιος θα πει το μεγαλύτερο ψέμα (кто скажет самую большую ложь; λέω).

Λέει ο πρώτος δείχνοντας το καμπαναριό (говорит первый, показывая на колокольню; δείχνω):

– «Βλέπεις μια μύγα πάνω στην καμπάνα (видишь муху на колоколе; η μύγα; η καμπάνα)

Κι ο δεύτερος (а второй /отвечает/):

– «Εγώ δε βλέπω τη μύγα αλλά ακούω τα βήματα της (я не вижу мухи, но слышу ее шаги; το βήμα)

Δυο ψεύτες κάνουν διαγωνισμό στο ποιος θα πει το μεγαλύτερο ψέμα.

Λέει ο πρώτος δείχνοντας το καμπαναριό:

– «Βλέπεις μια μύγα πάνω στην καμπάνα;»

Κι ο δεύτερος:

– «Εγώ δε βλέπω τη μύγα αλλά ακούω τα βήματα της!»

* * *

Ένας Έλληνας πεθαίνει και φτάνει στη ρεσεψιόν της Κόλασης (один грек умирает и попадает в приемную ада) και ο υπάλληλος του ανακοινώνει ότι (и служащий ему сообщает, что) επειδή είναι υπήκοος χώρας μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης (поскольку /он/ является подданным страны члена Европейского Союза), μπορεί να διαλέξει μία από τις κολάσεις των χωρών-μελών (он может выбрать ад одной из стран-членов; διαλέγω).

Σκέφτεται λίγο και αποφασίζει να πάει στη Γερμανική (/тот/ думает немного и решает пойти в немецкий /ад/). Οργανωμένη χώρα σου λέει (организованная страна, говорит), τόσα χρόνια στην Ελλάδα τι κατάλαβα (столько лет в Греции что /я/ понял = видел), μου βγάλανε το λάδι (одни мучения; βγάζω το λάδι κάποιου – мучить, изнурять). Τουλάχιστον, ας πάρω μυρωδιά του τι σημαίνει Ευρώπη, έστω και στην κόλαση (по крайней мере, понюхаю = пойму, что значит Европа, хоть и в аду; παίρνω μυρωδιά). Φτάνει λοιπόν μπροστά στην πύλη της γερμανικής κολάσεως (подходит он, значит, к воротам в немецкий ад). Μαύρο μάρμαρο, καλογυαλισμένο, σιδερένια πύλη (черный мрамор, начищенный до блеска, железные ворота; γυαλίζω – полировать) και ψηλά γράφει με μεγάλα γράμματα ΚΟΛΑΣΗ στα γερμανικά (и наверху написано большими буквами АД по-немецки). Χτυπάει (стучит)… Του ανοίγει ένας άψογα ντυμένος υπάλληλος και τον ρωτά τι θέλει (ему открывает безупречно одетый чиновник и спрашивает, что /ему/ надо).

Перейти на страницу:
Прокомментировать
Подтвердите что вы не робот:*